Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Φωτοβολίδα

Τι είναι το τραγούδι για κάποιον που γράφει για πρώτη φορά;Κάτι σαν νόημα με τα μάτια,σαν γκριμάτσα και σαν υπονοούμενο.Έτσι αισθάνεσαι όταν γράφεις το πρώτο σου τραγούδι.Σου ΄ρχεται μια μελωδία μαγική,βάζεις τα πρώτα λόγια και κολλάς…δεν ξέρεις τη συνέχεια,ξετυλίγεις τότε τον μεγάλο πάπυρο της ζωής σου,πας όσο πιο πίσω γίνεται,ξαναθυμάσαι λεπτομέρειες μα δεν σου λένε τίποτα και πας μπροστά,διαβάζεις τα μελλούμενα,τρομάζεις,αγαλιάζεις,χαίρεσαι και λυπάσαι,τα προσαρμόζεις όλα αυτά πάνω στη μελωδία που θέλει και συνέχεια.Τότε μια ξένη μελωδία σου ΄ρχεται μα δεν το ξέρεις απ τη πρώτη στιγμή.Της βάζεις τα καινούρια λόγια και τότε αυτή γίνεται δικιά σου.Ως δια μαγείας φτιάχνεις την πρώτη σου συλλαβή,σε πλημμυρίζει ανείπωτη χαρά που έστω και κουτσά-στραβά κατάφερες να βγεις επιτέλους απ΄ την αιώνια σιωπή σου,να μιλήσεις με τον έξω κόσμο.Πέφτεις να κοιμηθείς κατάκοπος μα ευτυχισμένος και βλέπεις στον ύπνο σου μια γιορτή.Είσαι σ΄ ένα πανυγήρι;Στο προαύλιο μιας εκκλησίας την ανάσταση;Ξυπνάς το πρωί και δεν θυμάσαι ακριβώς μια λέξη που άκουγες στον ύπνο σου.Ξαναπαίζεις το χθεσινό τραγούδι που εξακολουθεί να σ΄ αρέσει."Το πέτυχα, το πέτυχα, αρχίζω να τ΄ αγαπάω"μονολογείς και θες να το εμπλουτίσεις να πάρει κάτι απ΄ τη χαρά της γιορτής που έβλεπες στον ύπνο σου,να έχει κάτι απ το υλικό των ονείρων για να τα ακούν να ονειρεύονται κι οι άλλοι μα ακόμα δεν θυμήθηκες τη λέξη ώσπου ξαφνικά σου ΄ρχεται στο στόμα.Όχι, δε την θυμήθηκες,σου ΄ρθε από μόνη της…
Υλαγιαλή

Τρελάθηκε ο Αντώνης.Πάει.Μια νύχτα την είχε δει λοστρόμο σ ένα κότερο αραγμένο αρόδο έξω απ τη Χαλκίδα.Πριν ξημερώσει σαλπάρησε…Ήταν εκεί αυτή πάνω στο κότερο όλη νύχτα μα κανείς δεν την είδε.Ρώταγε και ξαναρώταγε ο Αντώνης την άλλη μέρα.Τίποτα.Κανείς δεν είχε δει ούτε κότερο ούτε λοστρόμους.Από τότε αγνάντευε απ του Μάλλιου με τις ώρες κάθε σούρουπο το λιμάνι,τη γέφυρα.Κι αυτή η γέφυρα;Τότε που την έφτιαξαν περνούσαν κάρα και γαϊδουράκια,αμαξάκια με άλογα και κορίτσια όχι βοθραντζίδικα,μπετονιέρες και νταλίκες.Βρε,θα την ξεκατινιάσουν τη γέφυρα και θα πέσει ξεσανιδωμένη μες τα νερά του Ευβοϊκού και θα ξεκόψει η Χαλκίδα,θα χωρίσουν για πάντα οι στεριές και οι καρδιές μας.Κι όλο μιλάει κι ανεμολογάει ο Αντώνης ο Σουρούτης.Τι το ΄θελε κι εκείνος ο καπετάνιος να του πει τότε ότι είχε δει μια κοπέλα κάποτε σ ένα κότερο στις Βόρειες θάλασσες;Μια Μαίρη-έτσι του ΄πε πως τη λέγανε-που φώτιζε σαν ήλιος μες στη νύχτα;Κι απ τους φάρους πιο φωτεινή ήτανε;Πιο αληθινή κι απ τα παραμύθια;Έτσι πήρε των ομματιών του κι έφυγε ένα βράδυ.Ανέβηκε στη βάρκα με τα κουπιά να πάει…που να πάει;Μα να βρει τη Μαίρη ντε!Και εϊ ωπ,εϊ ωπ, τα κουπιά.Τι εϊ ωπ;Υλα-γιαλή,Υλα-γιαλή,έδινε τον ρυθμό μόνος του να περάσει το μπουγάζι,να πάει απέναντι στις Βόρειες θάλασσες.Να βγεί στο λιμάνι της Χριστιάνιας πριν φτάσει η αυγή να βρει τη Μαίρη Δεπάνου,να του θυμίσει το τραγούδι που τραγουδούσε εκείνο το βράδυ.Να την παρακαλέσει ν΄ αφήσει στέρεη τη γέφυρα,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές από τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας.
Θαύματα γίνονται κάτω στο λιμάνι.Την άλλη μέρα στέρεη και κομψή η γέφυρα της Χαλκίδας υψώνει πάνωθέ του το κατάφωτο τόξο της και η μια της άκρη ακουμπάει στο μώλο της Χριστιάνιας.Έτσι έμεινε όλη μέρα κι όταν σουρούπωσε, το φεγγάρι έγειρε προς τη δύση,τη φώτιζε πλάγια.Ούτε βροντερές μπουλντόζες ούτε αλαζονικές νταλίκες ούτε βιαστικές μπετονιέρες.Απο τη βορεινή πλευρά,της Χριστιάνιας,στο κατάστρωμα της γέφυρας μπαίνει ένα λιγνό και ψηλομέτωπο ελάφι.Θεέ μου!Τι ελάφι!...»Τάρανδος είναι,θα γίνει ελάφι όταν φτάσει στη μέση,εκεί που δένουν οι στεριές…»
Οσο για τον Αντώνη τον Σουρούτη θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ξανακούστηκε,ούτε ποτέ κανείς τον ξανα ΄δε αλλά κι έτσι ακριβώς δεν είναι. Μήπως βρήκε κάποιο άλλο μέρος,ένα νέο παρατηρητήριο να βλέπει την καινούρια γέφυρα,να μείνει εκεί ποιος ξέρει πόσα,τριακόσια- τετρακόσια χρόνια μέχρι να παλιώσει κι αυτή να βρει μια δικαιολογία να ξαναπάει στη Μαίρη Δεπάνου,στη Μαίρη του,να πέσει στα πόδια της να κρατήσει τη γέφυρα στέρεη,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές απ΄τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας;

Μια περίληψη του διηγήματος Υλαγιαλή της γέφυρας απο το βιβλίο του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου Λιμενάρχης Ευρίπου 1993 εκδ.ΚΕΔΡΟΣ.Τα έντονα γράμματα είναι απο το πρωτότυπο και ο επίλογος δικός μου.